πεθαμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πεθαμός | οι | πεθαμοί |
γενική | του | πεθαμού | των | πεθαμών |
αιτιατική | τον | πεθαμό | τους | πεθαμούς |
κλητική | πεθαμέ | πεθαμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πεθαμός < μεσαιωνική ελληνική ἀπεθαμός < ἀπεθαίνω (πεθαίνω), θέμα πεθαν- + -μα με αφομοίωση [nm] > [mm] και απλοποίηση [mm] > [m] [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
πεθαμός αρσενικό
- (προφορικό, κυριολεκτικά) θάνατος
- (προφορικό, μεταφορικά) ό,τι μας κουράζει πολύ, μας βασανίζει
Εκφράσεις επεξεργασία
- του πεθαμού (→ δείτε και την έκφραση του θανατά)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πεθαμός
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πεθαμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας