Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πεζοπορία οι πεζοπορίες
      γενική της πεζοπορίας των πεζοποριών
    αιτιατική την πεζοπορία τις πεζοπορίες
     κλητική πεζοπορία πεζοπορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεζοπορία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πεζοπορία. Μορφολογικά αναλύεται σε πεζο- + -πορία.
 
πεζοπορία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.zo.poˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ζο‐πο‐ρί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πεζοπορία θηλυκό

  1. πορεία που γίνεται με τα πόδια, περπατώντας
  2. το περπάτημα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πεζοπορί αἱ πεζοπορίαι
      γενική τῆς πεζοπορίᾱς τῶν πεζοποριῶν
      δοτική τῇ πεζοπορί ταῖς πεζοπορίαις
    αιτιατική τὴν πεζοπορίᾱν τὰς πεζοπορίᾱς
     κλητική ! πεζοπορί πεζοπορίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πεζοπορί
γεν-δοτ τοῖν  πεζοπορίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεζοπορία (ελληνιστική κοινή) < πεζοπόρ(ος) + -ία < αρχαία ελληνική πεζοπορώ / πεζοπορέω. Μορφολογικά αναλύεται σε πεζο- + -πορία < αρχαία ελληνική πεζός, πόρος


  Πηγές επεξεργασία