πείσμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πείσμα | τα | πείσματα |
γενική | του | πείσματος | των | πεισμάτων |
αιτιατική | το | πείσμα | τα | πείσματα |
κλητική | πείσμα | πείσματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πείσμα < μεσαιωνική ελληνική < (ελληνιστική κοινή) πεῖσμα < πείθω + -μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
πείσμα ουδέτερο
- η επιμονή, η ανυποχώρητη στάση
- Σκας μουλάρι με το πείσμα σου. (Νίκος Καββαδίας, Βάρδια)
- η επίδειξη μιας θυμωμένης στάσης για νάζι
- του κάνει πείσματα
Συγγενικά επεξεργασία
- πεισματάρης
- πεισματάρικος
- πεισματικός
- πεισματοσύνη
- πεισματώδης
- πεισμάτωμα
- πεισματώνω
- πεισμονή
- πείσμωμα
- πείσμων
- πεισμώνω