Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παχαίνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική παχ(ύνω) με μεταπλασμό σε -αίνω[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /paˈçe.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐χαί‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

παχαίνω, πρτ.: πάχαινα, αόρ.: πάχυνα, παθ.φωνή: παχαίνομαιμόνο στο ενεστωτικό θέμα

  1. (αμετάβατο) γίνομαι πιο παχύς, κερδίζω βάρος
  2. (μεταβατικό) κάνω κάποιον ή κάτι πιο παχύ
    η παθητική φωνή μόνο στη μεταβατική σημασία, για ζώα[1]

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία