πατρότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πατρότητα < ελληνιστική κοινή πατρότης
Ουσιαστικό επεξεργασία
πατρότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του πατέρα ως φυσικού γονέα
- (μεταφορικά) το να έχει δημιουργήσει, επινοήσει ή εφεύρει κάποιος κάτι καινούριο και πρωτότυπο