πατριδωνυμικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πατριδωνυμικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πατριδωνυμικός. Εννοείται η λέξη όνομα
Ουσιαστικό επεξεργασία
πατριδωνυμικό ουδέτερο
- όνομα που δηλώνει τον τόπο καταγωγής ή κατοικίας
- Είμαι Αθηναίος. Το «Αθηναίος» είναι το πατριδωνυμικό μου.
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πατριδωνυμικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
πατριδωνυμικό
- αρσενικό αιτιατική ενικού του πατριδωνυμικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πατριδωνυμικός