Δείτε επίσης: πατρικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πατρίκιος οι πατρίκιοι
      γενική του πατρικίου
πατρίκιου
των πατρικίων
    αιτιατική τον πατρίκιο τους πατρικίους
πατρίκιους
     κλητική πατρίκιε πατρίκιοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πατρίκιος < ελληνιστική κοινή πατρίκιος < λατινική patricius < pater < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή * phtḗr (3. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική patricien)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πατρίκιος αρσενικό (θηλυκό: πατρικία)

  1. (ιστορία) Ρωμαίος της ανώτερης κοινωνικής τάξης
     αντώνυμα: πληβείος
  2. (ιστορία) τίτλος βυζαντινού άρχοντα
  3. που ανήκει στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα
     συνώνυμα: αριστοκράτης, άρχοντας, ευγενής

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία