Δείτε επίσης: Πατέρας

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πατέρας οι πατέρες
πατεράδες
      γενική του πατέρα
πατρός
των πατέρων
πατεράδων
    αιτιατική τον πατέρα τους πατέρες
πατεράδες
     κλητική πατέρα
πάτερ
πατέρες
πατεράδες
1. λόγια η γενική ενικού: πατρός
2. η κλητική ενικού: πάτερ, μόνο για ιερείς
Κατηγορία όπως «πατέρας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πατέρας < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πατήρ από την αιτιατική ενικού «τὸν πατέρα» < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ph₂tḗr

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /paˈte.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐τέ‐ρας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πατέρας αρσενικό

  1. (οικογένεια) άντρας που έχει γίνει γονιός, που έχει δηλαδή αποκτήσει ένα ή περισσότερα παιδιά ή που έχει υιοθετήσει
  2. (πληθυντικός) πατέρες: οι πρόγονοι
  3. (μεταφορικά) ο θεμελιωτής μιας επιστήμης
  4. προσφώνηση για ιερέα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πατέρας < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πατήρ από την αιτιατική ενικού «τὸν πατέρα» < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ph₂tḗr


ζητούμενο λήμμα


Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία