Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρώνυμος η παρώνυμη το παρώνυμο
      γενική του παρώνυμου της παρώνυμης του παρώνυμου
    αιτιατική τον παρώνυμο την παρώνυμη το παρώνυμο
     κλητική παρώνυμε παρώνυμη παρώνυμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρώνυμοι οι παρώνυμες τα παρώνυμα
      γενική των παρώνυμων των παρώνυμων των παρώνυμων
    αιτιατική τους παρώνυμους τις παρώνυμες τα παρώνυμα
     κλητική παρώνυμοι παρώνυμες παρώνυμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρώνυμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρώνυμος, λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική paronyme[1][2] Μορφολογικά αναλύεται σε παρ- + -ώνυμος.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /paˈɾo.ni.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρώ‐νυ‐μος

  Επίθετο επεξεργασία

παρώνυμος, -η, -ο

  1. (γραμματική) που έχει παρόμοια προφορά αλλά διαφορετική σημασία
  2. (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη παρώνυμο

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις παρά και όνομα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. παρώνυμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / παρώνυμος τὸ παρώνυμον
      γενική τοῦ/τῆς παρωνύμου τοῦ παρωνύμου
      δοτική τῷ/τῇ παρωνύμ τῷ παρωνύμ
    αιτιατική τὸν/τὴν παρώνυμον τὸ παρώνυμον
     κλητική ! παρώνυμε παρώνυμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ παρώνυμοι τὰ παρώνυμ
      γενική τῶν παρωνύμων τῶν παρωνύμων
      δοτική τοῖς/ταῖς παρωνύμοις τοῖς παρωνύμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς παρωνύμους τὰ παρώνυμ
     κλητική ! παρώνυμοι παρώνυμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ παρωνύμω τὼ παρωνύμω
      γεν-δοτ τοῖν παρωνύμοιν τοῖν παρωνύμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρώνυμος < παρ- + -ώνυμος

  Επίθετο επεξεργασία

παρώνυμος, -ος, -ον

  • που σχηματίστηκε από άλλη λέξη (από άλλο όνομα), με μικρές αλλαγές

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία