παρότρυνση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παρότρυνση | οι | παροτρύνσεις |
γενική | της | παρότρυνσης* | των | παροτρύνσεων |
αιτιατική | την | παρότρυνση | τις | παροτρύνσεις |
κλητική | παρότρυνση | παροτρύνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παροτρύνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρότρυνση < (καθαρεύουσα) παρότρυνσις < παροτρύνω + -ση/-σις
Ουσιαστικό επεξεργασία
παρότρυνση θηλυκό
- η ενέργεια του παροτρύνω
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παρότρυνση