Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παρόν τα παρόντα
      γενική του παρόντος των παρόντων
    αιτιατική το παρόν τα παρόντα
     κλητική παρόν παρόντα
Κατηγορία όπως «παρόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρόν < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής παρών

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /paˈɾon/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρόν ουδέτερο

Εκφράσεις επεξεργασία

  • (δεν) είναι του παρόντος : (δε) σχετίζεται με τη στιγμή
  • επί του παρόντος : σε σχέση με το τώρα
  • προς το παρόν : μέχρι αυτή τη στιγμή, προσωρινά

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία