παροτρύνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παροτρύνω < αρχαία ελληνική παροτρύνω < παρά + ὀτρύνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)twer-
Ρήμα επεξεργασία
παροτρύνω (παθητική φωνή: παροτρύνομαι)
Συγγενικά επεξεργασία
- αλληλοπαροτρύνομαι
- απαρότρυντος
- οτρηρός
- παρότρυνση
- παροτρυντικά
- παροτρυντικός
- παροτρυντικώς
- συμπαροτρύνω