Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παρονομαστής οι παρονομαστές
      γενική του παρονομαστή των παρονομαστών
    αιτιατική τον παρονομαστή τους παρονομαστές
     κλητική παρονομαστή παρονομαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρονομαστής < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική dénominateur

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρονομαστής αρσενικό

  1. (μαθηματικά) το ένα από τα δύο μέρη του κλάσματος (το κάτω από τη γραμμή του απλού κλάσματος), ο αριθμός που εκφράζει σε πόσα μέρη διαιρείται κάτι.
    στο 1/3 το "3" είναι ο παρονομαστής και σημαίνει ότι κάτι χωρίζεται σε 3 μέρη από τα οποία παίρνουμε το 1 (αυτό που εκφράζει ο αριθμητής)
    στο κλάσμα:  , ο   είναι ο αριθμητής και ο   ο παρονομαστής
     συνώνυμα: διαιρέτης
     αντώνυμα: αριθμητής, διαιρετέος
  2. (μεταφορικά) η κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε
    είμαστε στον ίδιο παρονομαστή (δεν αλλάζει κάτι προς το καλύτερο, κάτι παραπάνω)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία