Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρομοίωση οι παρομοιώσεις
      γενική της παρομοίωσης* των παρομοιώσεων
    αιτιατική την παρομοίωση τις παρομοιώσεις
     κλητική παρομοίωση παρομοιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρομοιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρομοίωση < αρχαία ελληνική παρομοίωσις < παρά + ὁμοίωσις < ὅμοιος ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική comparaison[1])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρομοίωση θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του παρομοιάζω
    στη φράση «Έτρεχε σαν τον άνεμο» γίνεται παρομοίωση της ταχύτητας με την οποία τρέχει ένα άτομο με την ταχύτητα που κινείται ο άνεμος.
  2. (γραμματική) το σχετικό σχήμα λόγου

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία