Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρενδυσία οι παρενδυσίες
      γενική της παρενδυσίας των παρενδυσιών
    αιτιατική την παρενδυσία τις παρενδυσίες
     κλητική παρενδυσία παρενδυσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρενδυσία < παρ- + ένδυσ(η) + -ία, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική transvestisme[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρενδυσία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)