παρατηρητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρατηρητικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
παρατηρητικός -ή -ό
- που χαρακτηρίζεται από παρατηρητικότητα, που προσέχει τις λεπτομέρειες
Συγγενικά επεξεργασία
- παρατήρημα
- παρατήρηση
- παρατηρητήριο
- παρατηρητής - παρατηρήτρια
- παρατηρητέον
- παρατηρητικά (παρατηρητικώς)
- παρατηρητικός
- παρατηρητικότητα (παρατηρητικότης)
- παρατηρούμαι
- παρατηρώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
παρατηρητικός