παρατήρησις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | παρατήρησῐς | αἱ | παρατηρήσεις | ||||
γενική | τῆς | παρατηρήσεως | τῶν | παρατηρήσεων | ||||
δοτική | τῇ | παρατηρήσει | ταῖς | παρατηρήσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | παρατήρησῐν | τὰς | παρατηρήσεις | ||||
κλητική ὦ! | παρατήρησῐ | παρατηρήσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παρατηρήσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | παρατηρησέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρατήρησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική παρατηρέω / παρατηρῶ,τηρη- + -σις (-ησις). Μορφολογικά αναλύεται σε παρα- + τήρησις.
Ουσιαστικό επεξεργασία
παρατήρησις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- παρατήρηση, παρακολούθηση
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- παρατήρησις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παρατήρησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.