παραβάλλομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραβάλλομαι < παθητική φωνή του ρήματος παραβάλλω
Ρήμα επεξεργασία
παραβάλλομαι
- συγκρίνομαι, παραλληλίζομαι
- "Δε δέχομαι να παραβάλλομαι με τον Παύλο, αυτός είναι αγενής και αμόρφωτος!"