Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραβάλλομαι < παθητική φωνή του ρήματος παραβάλλω

  Ρήμα επεξεργασία

παραβάλλομαι

  1. συγκρίνομαι, παραλληλίζομαι
    "Δε δέχομαι να παραβάλλομαι με τον Παύλο, αυτός είναι αγενής και αμόρφωτος!"


Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία