Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρίσταμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρίσταμαι (< παρ- + ἵσταμαι), μεσοπαθητικός τύπος του παρίστημι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ɾi.sta.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρί‐στα‐μαι

  Ρήμα επεξεργασία

παρίσταμαι, πρτ.: παρίστατο3o, αόρ.: παρέστη3o, μτχ.π.ε.: παριστάμενος (αποθετικό ρήμα)

  1. (λόγιο) είμαι παρών, βρίσκομαι σε κάποιο σημείο μαζί με άλλους
    Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέστη στα εγκαίνια του Μορφωτικού Κέντρου.
  2. (ως απρόσωπο) → δείτε το τρίτο πρόσωπο παρίσταται
  3. (νομικός όρος) είμαι παρών σε δίκη ως δικηγόρος υπεράσπιση

Εκφράσεις επεξεργασία

εκφράσεις που χρησιμοποιεί ο δικηγόρος σην εκφώνηση της υπόθεσης για να δηλώσει ότι ο πελάτης του και διάδικος:

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε και τις λέξεις παριστάνω και παρασταίνω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

παρίσταμαι