Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρένθεση οι παρενθέσεις
      γενική της παρένθεσης* των παρενθέσεων
    αιτιατική την παρένθεση τις παρενθέσεις
     κλητική παρένθεση παρενθέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρενθέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρένθεση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παρένθεσις & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική parenthèse < υστερολατινική parenthesis < υστερολατινική παρένθεσις [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /paˈɾen.θe.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρέν‐θε‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρένθεση θηλυκό

  1. σημείο στίξης με τα σύμβολα ( ) που περικλείουν λέξεις ή φράσεις συμπληρωματικές ή διευκρινιστικές στον λόγο
  2. οι λέξεις ή φράσεις που κλείνονται εντός του παραπάνω σημείου στίξης
  3. (μεταφορικά) ό,τι ξεφεύγει από την ομοιομορφία ή μια ομοιόμορφη ροή και την διακόπτει

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις παρά, ενθέτω και θέτω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία