Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παντοδυναμία οι παντοδυναμίες
      γενική της παντοδυναμίας των παντοδυναμιών
    αιτιατική την παντοδυναμία τις παντοδυναμίες
     κλητική παντοδυναμία παντοδυναμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παντοδυναμία < παντοδύναμος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παντοδυναμία θηλυκό

  1. η ιδιότητα του παντοδύναμου, ιδιότητα του Θεού
    η παντοδυναμία του Θεού είναι η τελευταία μας ελπίδα
  2. η πολύ μεγάλη ισχύς, πολιτική, κοινωνική, στρατιωτική κλπ
    η παντοδυναμία των ΗΠΑ είχε σαν αποτέλεσμα να μην αντιδράσουν άλλα κράτη της περιοχής

  Μεταφράσεις επεξεργασία