Δείτε επίσης: Πανσέληνος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πανσέληνος οι πανσέληνοι
      γενική της πανσέληνου
πανσελήνου
των πανσέληνων
πανσελήνων
    αιτιατική την πανσέληνο τις πανσέληνους
πανσελήνους
     κλητική πανσέληνε
(πανσέληνο)
πανσέληνοι
Οι δεύτεροι τύποι γενικής, αιτιατικής, είναι παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «πανσέληνος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Πανσέληνος

  Ετυμολογία επεξεργασία

πανσέληνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πανσέληνος (επίθετο) < παν- + σελήν(η) + -ος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /panˈse.li.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παν‐σέ‐λη‐νος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πανσέληνος θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

ιδιωματικά:

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πανσέληνος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πανσέληνος (επίθετο) < παν- + σελήν(η) + -ος
Και #ουσιαστικοποιημένο.

  Επίθετο επεξεργασία

πανσέληνος

  1. (για τη Σελήνη) που είναι ολόφωτος από το φως του Ήλιου
  2. → δείτε το ουδέτερο πανσέληνον (προσφώνηση αγαπημένου προσώπου)

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τους όρους παν- και σελήνη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πανσέληνος θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία




Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πανσέληνος τὸ πανσέληνον
      γενική τοῦ/τῆς πανσελήνου τοῦ πανσελήνου
      δοτική τῷ/τῇ πανσελήν τῷ πανσελήν
    αιτιατική τὸν/τὴν πανσέληνον τὸ πανσέληνον
     κλητική ! πανσέληνε πανσέληνον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πανσέληνοι τὰ πανσέλην
      γενική τῶν πανσελήνων τῶν πανσελήνων
      δοτική τοῖς/ταῖς πανσελήνοις τοῖς πανσελήνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς πανσελήνους τὰ πανσέλην
     κλητική ! πανσέληνοι πανσέλην
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πανσελήνω τὼ πανσελήνω
      γεν-δοτ τοῖν πανσελήνοιν τοῖν πανσελήνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πανσέληνος < παν- + σελήν(η) + -ος
Και ουσιαστικοποιημένο θηλυκό.

  Επίθετο επεξεργασία

πανσέληνος, -ος, -ον

  1. (αστρονομία, για τη Σελήνη) που είναι γεμάτος, στρογγυλός, που είναι πανσέληνος
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 7, 50
    ἡ σελήνη ἐτύγχανε οὖσα πανσέληνος
  2. (ουσιαστικοποιημένο) η πανσέληνος: εννοείται θηλυκό ουσιαστικό όπως ὥρα
    πανσέληνος (ὥρα)
    άλλες μορφές: πανσέληνον (και ουδέτερο)

  Πηγές επεξεργασία