πανελλήνιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πανελλήνιος < (ελληνιστική κοινή) Πανελλήνιος (επίθετο του Δία) < Πανέλληνες + -ιος < πάν + Ἕλλην ((σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά) panhellénien/panhellénique)
Επίθετο επεξεργασία
πανελλήνιος, -ια, -ιο
- που αναφέρεται σε όλους τους Έλληνες και ολόκληρη την Ελλάδα
- (ουσιαστικοποιημένο θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό) Πανελλήνιες: οι πανελλήνιες εξετάσεις για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πανελλήνιος