Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παλαίμαχος η παλαίμαχη το παλαίμαχο
      γενική του παλαίμαχου της παλαίμαχης του παλαίμαχου
    αιτιατική τον παλαίμαχο την παλαίμαχη το παλαίμαχο
     κλητική παλαίμαχε παλαίμαχη παλαίμαχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παλαίμαχοι οι παλαίμαχες τα παλαίμαχα
      γενική των παλαίμαχων των παλαίμαχων των παλαίμαχων
    αιτιατική τους παλαίμαχους τις παλαίμαχες τα παλαίμαχα
     κλητική παλαίμαχοι παλαίμαχες παλαίμαχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλαίμαχος < λείπει η ετυμολογία + -μαχος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παλαίμαχος αρσενικό

  1. που είχε πολεμήσει στο παρελθόν, που είχε υπηρετήσει στο στρατό σε περίοδο πολέμου και είχε συμμετάσχει σε μάχες
  2. (κατ’ επέκταση) που είχε ακολουθήσει αθλητική καριέρα σε ομαδικό άθλημα, αλλά τώρα έχει αποσυρθεί από την ενεργό δράση

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία