Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παιδοτρίβης οι παιδοτρίβες
      γενική του παιδοτρίβη των παιδοτριβών
    αιτιατική τον παιδοτρίβη τους παιδοτρίβες
     κλητική παιδοτρίβη παιδοτρίβες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παιδοτρίβης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παιδοτρίβης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παιδοτρίβης αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παιδοτρίβης οἱ παιδοτρίβαι
      γενική τοῦ παιδοτρίβου τῶν παιδοτριβῶν
      δοτική τῷ παιδοτρίβ τοῖς παιδοτρίβαις
    αιτιατική τὸν παιδοτρίβην τοὺς παιδοτρίβᾱς
     κλητική ! παιδοτρίβ παιδοτρίβαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παιδοτρίβ
γεν-δοτ τοῖν  παιδοτρίβαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παιδοτρίβης < (παῖς) παιδο- + τρίβ(ω) + -ης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παιδοτρίβης αρσενικό



  Πηγές επεξεργασία