παζλ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παζλ < (άμεσο δάνειο) αγγλική puzzle
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
παζλ ουδέτερο άκλιτο
- επιτραπέζιο παιχνίδι στο οποίο ο παίκτης πρέπει να ταιριάζει κομματάκια για να δημιουργήσει μια πλήρη εικόνα
- (μεταφορικά) δύσκολο πρόβλημα