Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παζαρεύω < παζάρ(ι) + -εύω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.zaˈɾe.vo/

  Ρήμα επεξεργασία

παζαρεύω, αόρ.: παζάρεψα, παθ.φωνή: παζαρεύομαι, π.αόρ.: παζαρεύτηκα, μτχ.π.π.: παζαρεμένος

  1. διαπραγματεύομαι την τιμή ενός προϊόντος που πρόκειται ν’ αγοράσω, προσπαθώντας να την ρίξω σε χαμηλότερα επίπεδα
  2. (κατ’ επέκταση) διαπραγματεύομαι ή συζητώ κρυφά κι αθέμιτα μια συναλλαγή έχοντας ιδιοτελή κίνητρα

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία