Δείτε επίσης: παγκοσμιότητα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παγκοσμιοποίηση οι παγκοσμιοποιήσεις
      γενική της παγκοσμιοποίησης των παγκοσμιοποιήσεων
    αιτιατική την παγκοσμιοποίηση τις παγκοσμιοποιήσεις
     κλητική παγκοσμιοποίηση παγκοσμιοποιήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παγκοσμιοποίηση < παγκόσμι(ος) + -ο- + -ποίηση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική globalization

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /paŋ.ɡo.zmi.oˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐γκο‐σμι‐ο‐ποί‐η‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παγκοσμιοποίηση θηλυκό

  • (πολιτική, οικονομία, κοινωνιολογία) η ιστορική εξέλιξη που παρατηρείται κατά τις τελευταίες δεκαετίες (μετά το 1980) και που οδηγεί στην συνεχώς αυξανόμενη, πλην όμως κατευθυνόμενη αλληλεξάρτηση μεταξύ των χωρών της γης, σε επίπεδο αρχικά οικονομικό και στη συνέχεια τεχνολογικό και πολιτισμικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  • ως έννοια υφίσταται από την αρχαιότητα, δημιουργός όμως του όρου με οικονομικό προσανατολισμό φέρεται ο Γερμανοεβραίος μετανάστης στις ΗΠΑ και Αμερικανός στη συνέχεια, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ Θήοντορ Λέβιτ [Theodore Levitt (1925-2006)].

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία