Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παίξιμο τα παιξίματα
      γενική του παιξίματος των παιξιμάτων
    αιτιατική το παίξιμο τα παιξίματα
     κλητική παίξιμο παιξίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παίξιμο < παιξ- (αοριστικό θέμα του παίζω) + -ιμο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παίξιμο ουδέτερο

  • η ενέργεια του παίζω, ο τρόπος που παίζει κανείς, ιδίως έναν ρόλο ή μουσική

  Μεταφράσεις επεξεργασία