Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πίσσα οι πίσσες
      γενική της πίσσας των πισσών
    αιτιατική την πίσσα τις πίσσες
     κλητική πίσσα πίσσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πίσσα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πίσσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πίσσα θηλυκό

  1. μαύρη παχύρρευστη ουσία, υποπροϊόν απόσταξης λιθανθράκων ή πετρελαίου που χρησιμοποιείται ως στεγανωτικό υλικό, στην ασφαλτόστρωση δρόμων κλπ
  2. βλαβερή ουσία του τσιγάρου
  3. (επιτατικό ουσιαστικό) κάτι κατάμαυρο
    έξω ήταν σκοτάδι πίσσα
  4. (κυπριακά) τσίχλα

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πίσσ αἱ πίσσαι
      γενική τῆς πίσσης τῶν πισσῶν
      δοτική τῇ πίσσ ταῖς πίσσαις
    αιτιατική τὴν πίσσᾰν τὰς πίσσᾱς
     κλητική ! πίσσ πίσσαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πίσσ
γεν-δοτ τοῖν  πίσσαιν
Το βραχύ γιώτα, από τη γνωστή γραφή του πληθυνικού, όπως «ρητινώδεις πίσσαι».
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πίσσα [πῐσσᾰ] θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία