πίσος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
πῐσο- | |||||
ονομαστική | ὁ | πίσος | οἱ | πίσοι | |
γενική | τοῦ | πίσου | τῶν | πίσων | |
δοτική | τῷ | πίσῳ | τοῖς | πίσοις | |
αιτιατική | τὸν | πίσον | τοὺς | πίσους | |
κλητική ὦ! | πίσε | πίσοι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πίσω | |||
γεν-δοτ | τοῖν | πίσοιν | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πίσος αρσενικό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Σταματάκος, Ιωάννης. Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης. Αθήνα: Βιβλιοπρομηθευτική, 1999. (1972)
Πηγές επεξεργασία
- πίσος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πίσος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.