Νέα ελληνικά (el)

 
πίπα (1)
 
πίπα (4)

  Ετυμολογία

πίπα < (άμεσο δάνειο) ιταλική pipa < γαλλική pipe[1]

  Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpi.pa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πί‐πα

  Ουσιαστικό

πίπα θηλυκό

  1. σύνεργο του καπνίσματος· στη μία άκρη της (ανάλογα με τον τύπο της πίπας) ή τοποθετείται ένα τσιγάρο ή καπνός σε μια κοιλότητα σκαλισμένη σε ξύλο· ο καπνός περνάει από ένα λεπτό σωλήνα και το επιστόμιο και εισπνέεται από τον καπνιστή
  2. (αργκό) η πεολειχία
     συνώνυμα: τσιμπούκι
  3. (αργκό) βλακεία, χαζομάρα
    μη λες πίπες! (βλακείες)
    αυτό είναι μεγάλη πίπα (χαζομάρα)
  4. (μουσικό όργανο) κινεζικό λαούτο

  Μεταφράσεις

  Αναφορές