Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πέφτω < μεσαιωνική ελληνική < αρχαία ελληνική πίπτω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpe.fto/

  Ρήμα επεξεργασία

πέφτω

  1. μεταβάλλεται το υψόμετρο στο οποίο βρίσκομαι λόγω της βαρύτητας
    αν το αφήσεις θα πέσει στο πάτωμα
    φόρα καμιά ζώνη γιατί έχεις αδυνατίσει και σου πέφτει το παντελόνι
  2. (μεταφορικά) μειώνεται η τιμή μου
    έπεσε η τιμή της βενζίνης για μια μέρα και μετά ανέβηκε πάλι
    όλο το βράδυ φύσαγε και η θερμοκρασία (ή το θερμόμετρο) έπεσε κάτω από το μηδέν
  3. ξαπλώνω
    ※  Δεν πρόφτασα να πέσω, κι ο ύπνος με κυρίεψε. (Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος)
  4. σκοτώνομαι (σε πόλεμο)
    Μα ήταν αποφασισμένοι να μην παραδοθούν, και να πέσουν πολεμώντας σαν παλικάρια. (Πηνελόπη Δέλτα, Για την πατρίδα)
  5. ορμώ σε κάποιον, χιμάω σε κάποιον, επιτίθεμαι σε κάποιον
    μια κουβέντα είπα και πέσανε πάνω μου να με φάνε (μου επιτέθηκαν λεκτικά με σφοδρότητα)
  6. ξεκολλάω, βγαίνω από τη θέση μου
    είχανε αρχίσει να της πέφτουν τα μαλλιά εξαιτίας της χημειοθεραπείας
  7. (μεταφορικά) (για τοποθεσίες και χρονικές περιόδους) είμαι, βρίσκομαι (χρονικά ή τοπικά αντίστοιχα)
    προς τα που πέφτει η Αλόννησος;
    φέτος το Πάσχα έπεσε νωρίς
  8. (μεταφορικά) υποχωρώ, υποκύπτω
  9. σταματάω να λειτουργώ (λόγω βλάβης ή άλλου προβλήματος), διακόπτομαι
    έπεσε το ρεύμα σε όλο το χωριό
    έπεσε η σύνδεσή μου (στο Διαδίκτυο) για τρίτη φορά απόψε
  10. έχω κάποια ιδιότητα (μέγεθος, ηλικία, κοινωνική θέση κλπ) η οποία συγκρινόμενη με την αντίστοιχη ιδιότητα άλλου αποδεικνύεται ανεπαρκής ή υπερβολική
    Αυτό το παντελόνι μού πέφτει λίγο μεγάλο.
    Δεν της πέφτει μεγαλούτσικος ο αρραβωνιαστικός της;
    Τι θα ήθελες να έχεις; Μερσεντές; Βολέψου με το Φιατάκι και πολύ σου πέφτει.

Εκφράσεις επεξεργασία

  • την πέφτω (σε κάποιον ή κάποια)
    1. επιτίθεμαι
      βγαίναμε από το μπαράκι και μας την πέσανε δυο φουσκωτοί
    2. φλερτάρω
      της την έπεσε και την έριξε
  • δε μου(/σου/του) πέφτει λόγος: δε με(/σε/τον/την) αφορά
  • δεν αφήνω κουβέντα (ή τίποτα) να πέσει κάτω (ή στο πάτωμα, στο χώμα): 1. τα παίρνω όλα όσα ακούω στα σοβαρά
  • πέφτει χιόνι/βροχή/χαλάζι/ξύλο/μπουνίδι
  • πέφτει ξύλο/μπουνίδι
  • πέφτει γραμμή/σύρμα
  • πέφτω από τα σύννεφα: ξαφνιάζομαι
  • πέφτω έξω: 1. αποτυγχάνω σε προβλέψεις 2. αποτυγχάνω οικονομικά, πτωχεύω
  • πέφτω μέσα: επαληθεύτηκαν οι προβλέψεις μου
  • πέφτω σε αντιφάσεις: αντιφάσκω
  • πέφτω σε λάθη: κάνω λάθη
  • πέφτω στα χέρια κάποιου: υποδουλώνομαι, κυριεύομαι, βρίσκομαι υπό την εξουσία κάποιου
  • πέφτω στην περίπτωση (συνήθως στον αόριστο)
  • μου έπεσαν τα μαλλιά: λέγεται όταν ακούμε κάτι που είναι απίστευτο

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία