Δείτε επίσης: Πέτασος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πέτασος οι πέτασοι
      γενική του πετάσου
πέτασου
των πετάσων
    αιτιατική τον πέτασο τους πετάσους
πέτασους
     κλητική πέτασε πέτασοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
πέτασος

  Ετυμολογία επεξεργασία

πέτασος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πέτασος < αρχαία ελληνική πετάννυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peth₂-

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πέτασος αρσενικό

  1. το καπέλο του περιηγητή - ταξιδιώτη στην αρχαία Ελλάδα
  2. (βοτανική) το πίσω μεγάλο πέταλο της στεφάνης των ψυχανθών

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη πετώ

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία