Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πέταλο τα πέταλα
      γενική του πετάλου
πέταλου
των πετάλων
    αιτιατική το πέταλο τα πέταλα
     κλητική πέταλο πέταλα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ένα πέταλο για άλογο.
 
Πέταλο από λουλούδι.

  Ετυμολογία επεξεργασία

πέταλο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πέταλον

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpe.ta.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πέ‐τα‐λο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πέταλο ουδέτερο

  1. σιδερένιο έλασμα σε σχήμα U καρφωμένο στις οπλές αλόγων\υποζυγίων για προστασία του πέλματος
  2. (μεταφορικά) κάθε τι που έχει σχήμα πετάλου (1) (ειδικότερα για ένα από τα δυο τμήματα γηπέδου και τμήμα του δρόμου)
    πολλά ατυχήματα συμβαίνουν στο πέταλο του Μαλιακού
  3. (βοτανική) καθένα από τα φυλλάρια που αποτελούν τη στεφάνη του άνθους
     συνώνυμα: σέπαλο

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

θέμα πετα-

επίσης, από το πετα- (πετάννυμι)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • θέματα πετα-, πτη-, πτω- → δείτε τη λέξη πετάω

  Μεταφράσεις επεξεργασία