Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πέστροφα οι πέστροφες
      γενική της πέστροφας
    αιτιατική την πέστροφα τις πέστροφες
     κλητική πέστροφα πέστροφες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πέστροφα < (άμεσο δάνειο) βουλγαρική пъстърва (păstắrva, παρδαλή)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpe.stɾo.fa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πέ‐στρο‐φα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
η πέστροφα ουράνιο τόξο

πέστροφα θηλυκό

  • (ψάρι) το ψάρι, που συγγενεύει με τον σολομό, που ζει στα ποτάμια και στις λίμνες (σολομός ο τρώκτης)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία