πάρτι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πάρτι < (άμεσο δάνειο) αγγλική party < παλαιά γαλλική partie < λατινική partita < partiri (διαιρώ)
Ουσιαστικό επεξεργασία
πάρτι ουδέτερο άκλιτο
- ομαδική διασκέδαση, με συνοδεία μουσικής και χορού
- πάρτι γενεθλίων
Άλλες γραφές επεξεργασία
- πάρτυ
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- πάρτι στη Βικιπαίδεια