Δείτε επίσης: παππᾶς, Παππᾶς, παππάς, Παππάς

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πάππᾱς οἱ ...?...αι
      γενική τοῦ πάππου τῶν παππῶν
      δοτική τῷ πάππ τοῖς πάππαις
    αιτιατική τὸν πάππᾱν τοὺς πάππᾱς
     κλητική ! πάππ ...?...αι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πάππ
γεν-δοτ τοῖν  πάππαιν
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία
του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα.
Δεν γνωρίζουμε πώς τονίζεται η ονομαστική πληθυντικού.
1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'νεανίας' όπως «νεανίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πάππας < (ηχομιμητική λέξη), (στην παιδική γλώσσα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πάππας, -ου αρσενικό (και πάπας)

Συγγενικά επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

πάππας αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία