πάπια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πάπια | οι | πάπιες |
γενική | της | πάπιας | — | |
αιτιατική | την | πάπια | τις | πάπιες |
κλητική | πάπια | πάπιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πάπια < μεσαιωνική ελληνική πάπια < (ηχομιμητική λέξη) (πα πα)
Ουσιαστικό επεξεργασία
πάπια θηλυκό
- (πτηνό) νηκτικό πτηνό που μοιάζει με τη χήνα, αλλά μικρότερο σε μέγεθος
- (μεταφορικά) δοχείο που χρησιμοποιείται κυρίως στα νοσοκομεία για την ούρηση των κατάκοιτων ασθενών
- (μεταφορικά) μικρή μοτοσικλέτα, παπί, παπάκι
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- κάνω την πάπια : παριστάνω τον ανήξερο
- μια πάπια, μα ποια πάπια; μια πάπια με παπιά (γλωσσοδέτης)
Μεταφράσεις επεξεργασία
πτηνό
|