πάντως
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πάντως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πάντως[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpan.dos/
- ομόηχο: Πάντος
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πά‐ντως
Επίρρημα επεξεργασία
πάντως (προτασιακό)
- ωστόσο, όμως, παρ' όλα αυτά
- σε κάθε περίπτωση
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πάντως - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας