Δείτε επίσης: ουσία

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

Εκφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική οὐσί αἱ οὐσίαι
      γενική τῆς οὐσίᾱς τῶν οὐσιῶν
      δοτική τῇ οὐσί ταῖς οὐσίαις
    αιτιατική τὴν οὐσίᾱν τὰς οὐσίᾱς
     κλητική ! οὐσί οὐσίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  οὐσί
γεν-δοτ τοῖν  οὐσίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οὐσίᾱ < θέμα ... οὖσα - ἐοῦσα, θηλυκό της μετοχής ενεστώτα του ρήματος εἰμί (είμαι) (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οὐσίᾱ θηλυκό ( & ιωνικός τύποςοὐσίη)

  1. η περιουσία, η ιδιοκτησία
    εἰ ἐκεκτήμην οὐσίαν... : αν είχα περιουσία... (Λυσίας) (Χρειάζεται επεξεργασία)
    πατρῴαν οὐσίαν κατεσθίειν : τρώνε την περιουσία του πατέρα τους
  2. η φιλοσοφική ουσία,
    γένεσις μὲν τὸ σπέρμα, οὐσία δὲ τὸ τέλος
  3. η χημική, φυσική ουσία
    πᾶσαι αἱ φυσικαί οὐσίαι ἢ σώματα... (Αριστοτέλης)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

(Χρειάζεται επεξεργασία)

  Πηγές επεξεργασία