Δείτε επίσης: οἰκέτις, ἱκέτης, ικέτης

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική οἰκέτης οἱ οἰκέται
      γενική τοῦ οἰκέτου τῶν οἰκετῶν
      δοτική τῷ οἰκέτ τοῖς οἰκέταις
    αιτιατική τὸν οἰκέτην τοὺς οἰκέτᾱς
     κλητική ! οἰκέτ οἰκέται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  οἰκέτ
γεν-δοτ τοῖν  οἰκέταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οἰκέτης < οικέω + -έτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οἰκέτης (θηλυκό οἰκέτις, ελληνιστική κοινή)

  1. οικιακός δούλος, υπηρέτης
  2. (στον πληθυντικό) οἱ οἰκέται όλη η οικογένεια, τα γυναικόπαιδα
     συνώνυμα: οἰκετεία

Συγγενικά επεξεργασία

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

→ και δείτε τη λέξη οἶκος

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία