Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ούλο τα ούλα
      γενική του ούλου των ούλων
    αιτιατική το ούλο τα ούλα
     κλητική ούλο ούλα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ούλο < αρχαία ελληνική οὖλον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ούλο ουδέτερο

  • το τμήμα του στόματος που περιβάλλει το κάτω μέρος των δοντιών και το οστέινο τμήμα της γνάθου

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία