Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

ουράνια < αρχαία ελληνική οὐράνια, ουδέτερο του οὐράνιος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /uˈɾa.ɲa/ (για το ουσιαστικό - συγκρίνετε με το επίθετο)
τυπογραφικός συλλαβισμός: ου‐ρά‐νια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα ουράνια
      γενική των
    αιτιατική τα ουράνια
     κλητική ουράνια
Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο.
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ουράνια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

ουράνια: κλιτικός τύπος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /uˈɾa.ni.a/ (για το επίθετο)
τυπογραφικός συλλαβισμός: ου‐ρά‐νι‐α
τονικό παρώνυμο: Ουρανία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ουράνια

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

ουράνια ουδέτερο