Δείτε επίσης: Ουλή, ούλη, -ούλη

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ουλή οι ουλές
      γενική της ουλής των ουλών
    αιτιατική την ουλή τις ουλές
     κλητική ουλή ουλές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ουλή < αρχαία ελληνική οὐλή

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /uˈli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ου‐λή
ομόηχο: Ουλή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ουλή θηλυκό

  • σημάδι πάνω στο δέρμα, από πληγή που έχει κλείσει
    Tον γνώρισαν από μια παλιά ουλή.
     Aπό την εγχείρηση δε θα μείνει η παραμικρή ουλή.

  Μεταφράσεις επεξεργασία