Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ουδετερότητα οι ουδετερότητες
      γενική της ουδετερότητας των ουδετεροτήτων
    αιτιατική την ουδετερότητα τις ουδετερότητες
     κλητική ουδετερότητα ουδετερότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ουδετερότητα < ουδέτερος + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική neutralité)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /u.ðe.teˈro.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ου‐δε‐τε‐ρό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ουδετερότητα θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία