Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ουδέτερος η ουδέτερη το ουδέτερο
      γενική του ουδέτερου της ουδέτερης του ουδέτερου
    αιτιατική τον ουδέτερο την ουδέτερη το ουδέτερο
     κλητική ουδέτερε ουδέτερη ουδέτερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ουδέτεροι οι ουδέτερες τα ουδέτερα
      γενική των ουδέτερων των ουδέτερων των ουδέτερων
    αιτιατική τους ουδέτερους τις ουδέτερες τα ουδέτερα
     κλητική ουδέτεροι ουδέτερες ουδέτερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ουδέτερος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική οὐδέτερος < οὐδ' ἕτερος "ούτε ο άλλος" και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική neutre

  Επίθετο επεξεργασία

ουδέτερος -η -ο

  1. που δεν παίρνει θέση, που δεν τάσσεται υπέρ της μιας ή της άλλης άποψης σχετικά με ένα θέμα, ο αμέτοχος, ο αδιάφορος
    ουδέτερη άποψη
    ουδέτερο έδαφος
  2. (κατ' επέκταση) για κράτοςχώρα) που παραμένει αμέτοχο σε πόλεμο
  3. (γραμματική) → δείτε τη λέξη ουδέτερο
  4. (χημεία) για διάλυμα που δεν είναι ούτε όξινο ούτε αλκαλικό
  5. αμερόληπτος

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία