ουδέτερος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
ουδέτερος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική οὐδέτερος < οὐδ' ἕτερος "ούτε ο άλλος" και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική neutre
Επίθετο επεξεργασία
ουδέτερος -η -ο
- που δεν παίρνει θέση, που δεν τάσσεται υπέρ της μιας ή της άλλης άποψης σχετικά με ένα θέμα, ο αμέτοχος, ο αδιάφορος
- ουδέτερη άποψη
- ουδέτερο έδαφος
- (κατ' επέκταση) για κράτος (ή χώρα) που παραμένει αμέτοχο σε πόλεμο
- (γραμματική) → δείτε τη λέξη ουδέτερο
- (χημεία) για διάλυμα που δεν είναι ούτε όξινο ούτε αλκαλικό
- αμερόληπτος
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ουδέτερος
|