Δείτε επίσης: οὗ, οὖ, οὐ, οὑ, Ȣ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

ου < (ηχομιμητική λέξη). Δείτε και το ελληνιστικό επιφώνημα θαυμασμού οὐᾶ!

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /u/ (συνήθως παρατεταμένο uuuu)

  Επιφώνημα επεξεργασία

ου!

  1. (έκφραση επιδοκιμασίας) πολύ, αμέ!
    —Σου αρέσει το κέικ που έφτιαξα; —Ουουου, αμέ!
  2. (έκφραση αποδοκιμασίας, σε γιουχάισμα)
    «ουουου!» φώναζε ο κόσμος. Και ο Γεώργιος Ράλλης απαντούσε: «Δεν θέλω ' ου
  3. (έκφραση αποδοκιμασίας, αγανάκτησης)
    Ου να μου χαθείτε απατεώνες!
     συνώνυμα: ουστ!

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

ου < αρχαία ελληνική οὐ. Δείτε και ουκ (οὐκ), οὐχ)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /u/

  Μόριο επεξεργασία

ου ή ουκ (αρνητικό μόριο)

  1. όχι (στη φράση ναι ή ου και σε στερεότυπες φράσεις της αρχαίας γλώσσας που επιβιώνουν)
    — Θα έρθεις τελικά; Άσε τα μισόλογα και λέγε ναι ή ου.
  2. δεν
    Ου γαρ οίδασι τι ποιούσι < οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι
  3. μην
    ου φονεύσεις (από τις δέκα εντολές)

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 3 επεξεργασία

ου < γαλλική houx

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ου ουδέτερο άκλιτο

  Ετυμολογία 4 επεξεργασία

ου < λείπει η ετυμολογία

  Άρθρο επεξεργασία

ου αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία