Δείτε επίσης: ὀσμή

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οσμή οι οσμές
      γενική της οσμής των οσμών
    αιτιατική την οσμή τις οσμές
     κλητική οσμή οσμές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οσμή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀσμή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οσμή θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
οσμ- 
  • → δείτε και τη λέξη όζω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία