Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορτανσία οι ορτανσίες
      γενική της ορτανσίας των ορτανσιών
    αιτιατική την ορτανσία τις ορτανσίες
     κλητική ορτανσία ορτανσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ορτανσία του είδους Hydrangea macrophylla

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορτανσία < (άμεσο δάνειο) γαλλική hortensia < νεολατινική hortensia < Hortense Lepaute [1] (Γαλλίδα αστρονόμος και μαθηματικός)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /oɾ.tanˈsi.a/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ορτανσία θηλυκό

  • (βοτανική, λουλούδι) καλλωπιστικός θάμνος η μικρό δέντρο του γένους Hydrangea, με οωειδή πριονωτά φύλλα, και μικρά άνθη που σχηματίζουν πυκνές συστάδες· τα περισσότερα είδη κατάγονται από την ανατολική Ασία, και τα περισσότερα είδη επίσης έχουν άσπρα άνθη, αλλά υπάρχουν ποικιλίες που βγάζουν κόκκινα, ρος ή μοβ

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία